συντηρητισμός

συντηρητισμός
ο
εμμονή στην παράδοση: Ο συντηρητισμός αυτής της παράταξης εμπόδισε κάθε προσπάθεια για ανανέωση και αλλαγή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συντηρητισμός — Πολιτική θέση που, αποδίδοντας μεγάλη αξία στα πολιτικά καθιερωμένα και στους κοινωνικούς θεσμούς που μεταβίβασε η παράδοση, γίνεται υπέρμαχος της διατήρησης τους, αποδεχόμενη πιθανές τροποποιήσεις τους μόνο με αυθόρμητη και βαθμιαία διαδικασία.… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • αρχαϊσμός — Η συνειδητή και ηθελημένη μίμηση αρχαϊκών τρόπων στον χώρο της τέχνης γενικότερα. Στον τομέα της γλώσσας, η χρήση λέξεων ή συντάξεων που έχουν περιέλθει πια σε αχρηστία και είναι ασυμβίβαστες προς τη δομή του λόγου της εποχής στην οποία… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • οπισθοδρομικότητα — η εμμονή σε απηρχαιωμένες αντιλήψεις, συντηρητισμός, έλλειψη προοδευτικότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθοδρομικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στην Αιμιλία Κτ. Λεοντιάδα] …   Dictionary of Greek

  • πουριτανισμός — Θρησκευτικό κίνημα που εκδηλώθηκε στην Αγγλία, στους κόλπους της Αγγλικανικής Εκκλησίας στα πρώτα χρόνια της βασιλείας της Ελισάβετ A’, και διήρκεσε ουσιαστικά μέχρι την παλινόρθωση των Στιούαρτ (δεύτερο μισό του 17ου αι.). Ο π. επεδίωκε να… …   Dictionary of Greek

  • σκοταδισμός — ο, Ν 1. σκοτάδι που καλύπτει το πνεύμα, πνευματικός ζόφος, σκόπιμη διατήρηση τών πνευμάτων στην άγνοια 2. μτφ. υπερβολικός συντηρητισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκοτάδι + κατάλ. ισμός*] …   Dictionary of Greek

  • Βιγιάρ, Εντουάρ — (EduardVuillard,Κισό, Γαλλία 1868 – Λα Μπολ 1940). Γάλλος ζωγράφος. Το 1888 άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα στην Σχολή Καλών Τεχνών, αλλά τον απώθησε ο συντηρητισμός του ιμπρεσιονισμού και συνέχισε στην ακαδημία Ζιλιάν. Μαζί με άλλους νεαρούς… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”